σηκώσει

σηκώσει
σηκόω
weigh
aor subj act 3rd sg (epic)
σηκόω
weigh
fut ind mid 2nd sg
σηκόω
weigh
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάλαβος — η, ο (Μ ως ουσιαστικό ἀνάλαβος, ο) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει λαβή ή πιάσιμο για να μπορέσει κανείς να τόν σηκώσει 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν σηκώσει λόγω τού βάρους του, ασήκωτος 3. αυτός που διαφεύγει επιτήδεια κάποια δυσχέρεια, ο …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • αναβαστώ — ( άω) 1. βοηθώ κάποιον να φορτώσει ή να σηκώσει το φορτίο του 2. υποβαστάζω, υποστηρίζω 3. περιποιούμαι, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βαστώ] …   Dictionary of Greek

  • ευκολοσήκωτος — η, ο 1. αυτός τον οποίο μπορεί να σηκώσει κάποιος εύκολα («ευκολοσήκωτα βάρη») 2. αυτός τον οποίο μπορεί να μετακινήσει κάποιος εύκολα («ευκολοσήκωτα έπιπλα») …   Dictionary of Greek

  • καμηλικός — καμηλικός, ή, όν (Α) [κάμηλος] (επιγρ. και πάπ.) 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καμήλα 2. αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει μια καμήλα …   Dictionary of Greek

  • καραβιά — Ονομασία βραχονησίδων της Ελλάδας. 1. Ομάδα δύο νησιών της Δωδεκανήσου. 2. Ομάδα βραχονησίδων του Μυρτώου πελάγους, μεταξύ Μήλου και Μονεμβασιάς. * * * η [καράβι] 1. η ποσότητα που μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει ένα καράβι 2. μεγάλη ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”